Εκείνο το μεσημέρι η νεαρά κυρία βγήκε από τη νεόχτιστη μεζονέτα- κάπου στα σύνορα Χαλανδρίου και Νέου Ψυχικού - καλοχτενισμένη, στην πένα ντυμένη, όλο φρεσκάδα και ομορφάδα.
Καβάλησε το ακριβό γερμανικό αυτοκίνητο που της χάρισε στα γενέθλιά της ο γαλαντόμος εργολάβος σύζυγός της και άρχισε να κατηφορίζει την οδό Μεσογείων.
Ηλιόλουστη η μέρα, το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι χαζοτράγουδα και εκείνη χαρούμενη και αεράτη πήγαινε για ψώνια.
Είχε επιθυμία μεγάλη να τσακίσει την πιστωτική, να σηκώσει όλο το Αttica, είχε από μέρες δει τις καινούργιες τσάντες και δεν κρατιόταν. Χωρίς πολλά εμπόδια στον δρόμο κατέληξε γρήγορα στο πάρκινγκ της οδού Ζαλοκώστα, έκανε ένα πέρασμα από τη Βαλαωρίτου για να δει και κυρίως για να τη δουν, κατέβηκε την οδό Αμερικής και πέρασε απέναντι.
Μπήκε στο πολυώροφο ανακαινισμένο κτίριο και άρχισε να απολαμβάνει αγαθά και ατμόσφαιρα. Οντως η διάθεσή της ήταν υπερκαταναλωτική· το φύσαγε άλλωστε το χρήμα, ο Γιώργος είχε χτίσει τελευταία και μοσχοπουλήσει κάμποσες μεζονέτες και έτσι δεν υπήρχε θέμα. Πήρε το ένα, πήρε το άλλο, ήθελε να τα αγοράσει όλα. Ηταν ασυγκράτητη εκείνη τη μέρα.
Κουράστηκε κάποια στιγμή και κατά σύμπτωση χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν η Μαίρη, η φιλενάδα της, που κατά τύχη βρισκόταν στο κέντρο και είχε ξεμείνει από παρέα.
Χωρίς δισταγμό την προσκάλεσε για φαγητό και είπαν να πάνε απέναντι στο «Ρlaza», που ήταν τότε στις δόξες του. Κουτσομπολέψανε, φάγανε, ήπιανε, πληρώσανε και εκεί έναν σκασμό λεφτά και κατά τις τέσσερις φύγανε ικανοποιημένες.
Τη θυμόταν εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του 2007. Δεν την ξεχνούσε. Και δικαίως, αφού από τότε τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Ο Γιώργος είχε δυσκολίες, οι μεζονέτες δεν έβρισκαν αγοραστές, οι πελάτες έγιναν δύσκολοι και απαιτητικοί, η κατάσταση μήναμήνα χειροτέρευε. Το 2008 έγινε χειρότερη και το 2009 οι μεζονέτες ήταν απούλητες, οι τράπεζες πιεστικές, οι εισπρακτικές ούρλιαζαν κάθε πρωί μέσα στο αφτί της για τις δόσεις των καρτών, είχε γίνει η ζωή της μια φρίκη.
Ο Γιώργος με τον καιρό έγινε δύστροπος, της φώναζε, κάποια στιγμή πούλησε το αυτοκίνητο, δεν της έδινε χρήματα. Και εφέτος το φθινόπωρο δεν άντεξε το χάλι, τον παράτησε και πήγε στη μάνα της στην Πετρούπολη.
Τρία χρόνια μετά, στριμωγμένη στο λεωφορείο μέχρι να βρει τη στάση του μετρό για να πάει στο κέντρο να συναντήσει τη Μαίρη για καμιά δουλειά, δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Θυμόταν εκείνο το πρωινό στο Αttica και δεν μπορούσε να χωνέψει πώς πήγαν όλα τόσο στραβά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου